- παγίδα
- Hμιορεινός οικισμός (υψόμ. 150 μ.) του νομού Χίου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Iωνίας.
* * *η (ΑΜ παγίς, -ίδος)1. όργανο ή ειδική κατασκευή που χρησιμεύει για την εξαπάτηση και τη σύλληψη θηράματος ή την εξόντωση βλαβερού ζώου2. μτφ. μέσο ή πράξη που με δόλο επιδιώκει την εξαπάτηση κάποιουνεοελλ.1. στρ. τέχνασμα που χρησιμοποιούν οι εμπόλεμοι για να εξαπατήσουν και να αιφνιδιάσουν τους αντιπάλους2. φυσ. θέση στο εσωτερικό ενός στερεού, συνήθως ημιαγωγού, η οποία εμποδίζει την κίνηση τών φορέων τού ηλεκτρικού ρεύματος, θέση στην οποία μπορεί να βρίσκεται μία πρόσμιξη ή μία αταξία στη δομή τού υλικού3. φρ. α) «παγίδα ατμού»τεχνολ. απαραίτητο εξάρτημα σωληνώσεων ατμού, όπου ο υγροποιημένος ατμός απορρίπτεται αυτόματα χωρίς να επιτρέπεται η διαφυγή του σε ξηρή κατάστασηβ) «παγίδα ιόντων»φυσ. διάταξη η οποία εκτρέπει τα ιόντα που σχηματίζονται στους καθοδικούς παλμογράφους και προστατεύει έτσι τη φθορίζουσα οθόνη από την ταχεία φθορά ή την καταστροφή τουςμσν.η πλευρά τού σκελετού τών ανθρώπων ή τών ζώων, παΐδιαρχ.1. η άγκυρα, επειδή συγκρατεί το πλοίο2. φρ. «δουρατέα παγίς» — ο δούρειος ίππος.[ΕΤΥΜΟΛ. < πάγη + επίθημα -ίς, -ίδος (πρβλ. θρυαλλ-ίς)].
Dictionary of Greek. 2013.